- ἠθμοειδεῖς
- ἠθμοειδήςlike a strainermasc/fem acc plἠθμοειδήςlike a strainermasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηθμοειδής — ές (AM ἠθμοειδής, ές) αυτός που μοιάζει με ηθμό, με σουρωτήρι, διάτρητος, σπογγώδης, πορώδης νεοελλ. φρ. ανατ. 1. «ηθμοειδές οστό» μικρό πορώδες οστό που καταλαμβάνει το πρόσθιο κεντρικό τμήμα τής βάσης τού κρανίου και συμβάλλει στον σχηματισμό… … Dictionary of Greek
ηθμοειδές οστό — Οστό που βρίσκεται στη βάση του κρανίου και πίσω από το μετωπιαίο και το οποίο αποτελείται από δύο μέρη: το μέσο και τα πλάγια. Το μέσο περιλαμβάνει το οριζόντιο ή τετρημμένο πέταλο και το κάθετο, που αποτελεί το επάνω μέρος του ρινικού… … Dictionary of Greek
ιγμορίτιδα — Φλεγμονή του βλεννογόνου που επενδύει τις κοιλότητες των ιγμορείων κόλπων, δηλαδή των παραρινικών κόλπων. Οι τελευταίοι διακρίνονται στους μετωπιαίους, στους ηθμοειδείς, στους σφηνοειδείς και στους γναθιαίους κόλπους. Προσβάλλει σπάνια παιδιά… … Dictionary of Greek
κυψέλη — Ονομασία δώδεκα οικισμών. 1. Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 1.949 κάτ.) της Αίγινας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιγίνης της νομαρχίας Πειραιώς. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 55 μ., 424 κάτ.)… … Dictionary of Greek